ἐλᾶται

ἐλᾶται
ἐλαύνω
drive
fut ind mid 3rd sg (attic)
ἐλαύνω
drive
pres subj mp 3rd sg (epic)
ἐλαύνω
drive
pres ind mp 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐλαταί — ἐλατός ductile fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλάται — ἐλάτη silver fir fem nom/voc pl ἐλάτᾱͅ , ἐλάτη silver fir fem dat sg (doric aeolic) ἐλάτης masc nom/voc pl ἐλάτᾱͅ , ἐλάτης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλάτᾳ — ἐλάται , ἐλάτη silver fir fem nom/voc pl ἐλάτᾱͅ , ἐλάτη silver fir fem dat sg (doric aeolic) ἐλάται , ἐλάτης masc nom/voc pl ἐλάτᾱͅ , ἐλάτης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελατός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αρκάδα από την κόρη του Aμύλκα, Λεάνειρα, ή από τη νύμφη Χρυσοπέλεια, αδελφός του Αγάνα και του Αφείδαντα, πατέρας του Στύμφαλου, του Αιγύπτου, του Περσέα, του Κυλλήνα και της Ισχύος, από τη Λαοδίκη. Ήταν …   Dictionary of Greek

  • τετράξοος — ον, Α αυτός που έχει τέσσερεις εντομές, ο σχισμένος στα τέσσερα («ἐλάται καὶ πεῡκαι τετράξοοι» έλατα και πεύκα τών οποίων το ξύλο πρέπει να σχιστεί τέσσερεις φορές για να είναι δυνατή η κατεργασία τους, Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ξοος… …   Dictionary of Greek

  • φιάλη — η, ΝΜΑ, και δ. γρφ. φιάλλη και ιων. τ. φιέλη Α νεοελλ. 1. τεχνολ. επίμηκες δοχείο με στενό στόμιο, από γυαλί, πλαστικό, μέταλλο ή άργιλο, που χρησιμοποιείται για αποθήκευση και μεταφορά υγρών, μπουκάλι, μποτίλια 2. φρ. α) «φιάλη αερίου» τεχνολ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”